- περιφερικός
- η, ό[ν]1) см. περιφερής; 2) кривой, изогнутый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιφερικός — ή, ό, Ν περιφερειακός («περιφερική τροχιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιφερής. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη] … Dictionary of Greek
περιφερικός — ή, ό αυτός που έχει σχήμα καμπύλο: Η περιφερική λεωφόρος, τροχιά κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγυρίδα — η [ανάγυρος Ι] 1. περιστροφική κίνηση 2. ελικοειδής, περιφερικός δρόμος 3. περιφορά νεκρού ή εικόνων κατά τη λιτανεία 4. περίπατος, βόλτα 5. επιστροφή, επάνοδος … Dictionary of Greek
συμπεριφερής — ες, Α κυκλικός, περιφερικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιφερής] … Dictionary of Greek